καλοδουλειά

καλοδουλειά
η (Μ καλοδουλεία)
νεοελλ.
η έντεχνη κατεργασία
μσν.
η αφοσίωση στον θεό.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”